σουλατσάρω

σουλατσάρω
[сулацаро] р. бесцельно бродить, блуждать,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σουλατσάρω" в других словарях:

  • σουλατσάρω — σουλατσάρω, σουλατσάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουλατσάρω — και σουλατσέρνω Ν κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε άρω] …   Dictionary of Greek

  • σουλατσάρω — (λ. ιταλ.), σουλάτσαρα, κάνω βόλτες: Σουλατσάρει όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

  • σουλατσάρισμα — το, Ν το σουλάτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλατσάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβάζω — περιδιάβασα, περπατώ εδώ κι εκεί άσκοπα, σεργιανίζω, σουλατσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σολατσάρω — βλ. σουλατσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»